χωρίζομαι

χωρίζομαι
χωρίζομαι, χωρίστηκα, χωρισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χωρίζομαι — χωρίζω separate pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακλαδίζομαι — και δώνομαι 1. (για δένδρα) χωρίζομαι σε κλαδιά 2. (για ποταμούς, οροσειρές, δρόμους, σιδ. γραμμές, αγωγούς κ.λπ.) χωρίζομαι προς διάφορες διευθύνσεις …   Dictionary of Greek

  • περισχίζω — Α 1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω 2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω 3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια 4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή 5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα 6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας 7. μέσ. περισχίζομαι α) (για ποταμό) χωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • υπερδιαζεύγνυμαι — Α μουσ. χωρίζομαι με διάστημα μιας μουσικής κλίμακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + διαζεύγνυμαι «χωρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • διακλαδίζομαι — διακλαδίστηκα, διακλαδισμένος 1. χωρίζομαι σε κλαδιά: Ο πλάτανος είναι τεράστιος και διακλαδίζεται σχεδόν πάνω από όλη την πλατεία του χωριού. 2. μτφ., χωρίζομαι: Η εταιρεία μας διακλαδίζεται σε πολλά υποκαταστήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφιμερίζομαι — ἀμφιμερίζομαι (Μ) χωρίζομαι τελείως σε μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μερίζω] …   Dictionary of Greek

  • αποχωρίζω — (AM ἀποχωρίζω) 1. χωρίζω κάτι από άλλο 2. ( ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω μσν. 1. περιφρονώ 2. εγκαταλείπω …   Dictionary of Greek

  • δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… …   Dictionary of Greek

  • διασχίζω — (AM διασχίζω) 1. διχοτομώ, διατέμνω 2. σχίζω ή διαπερνώ σ όλη την έκταση νεοελλ. διατρέχω απ άκρου σ άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη») αρχ. μέσ. 1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα 2.… …   Dictionary of Greek

  • εκχωρίζω — ἐκχωρίζω (AM) μσν. 1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω 2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία αρχ. (για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”